- επικελευστικός
- ἐπικελευστικός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που παροτρύνει, που ενθαρρύνει2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικελευστικόνσύνθημα για έφοδο κατά τού εχθρού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικελευστικά — ἐπικελευστικός cheering on neut nom/voc/acc pl ἐπικελευστικά̱ , ἐπικελευστικός cheering on fem nom/voc/acc dual ἐπικελευστικά̱ , ἐπικελευστικός cheering on fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικελευστικόν — ἐπικελευστικός cheering on masc acc sg ἐπικελευστικός cheering on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)